- παρεμφερῶς
- παρεμφερήςsomewhat likeadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπλήσιος — α, ο / παραπλήσιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά ή παραπλεύρως σε κάποιον 2. ο σχεδόν όμοιος με κάποιον, παρεμφερής, παρόμοιος 3. ο περίπου ίσος με κάποιον 4. συνομήλικος αρχ. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
παρεμφερής — ές, ΝΑ αυτός που είναι σε ορισμένο βαθμό, όχι απόλυτα, όμοιος με κάποιον άλλο, σχεδόν ίδιος, κάπως όμοιος, παραπλήσιος («ὦτα δὲ καὶ κέρκον καὶ φωνὴν ἵππῳ παρεμφερῆ», Διόδ. Σ.). επίρρ... παρεμφερώς / παρεμφερῶς, ΝΑ κατά τρόπο σχεδόν όμοιο,… … Dictionary of Greek
εμφερής — ές (AM ἐμφερής, ές) όμοιος, παρόμοιος, παρεμφερής («καὶ τὸ μάλιστα τῷ ἐμῷ πάθει ἐμφερές», Ξεν.) αρχ. φρ. «καὶ τὰ ἐμφερῆ» και τα όμοια, και τα τοιαύτα. επίρρ... εμφερώς παρεμφερώς, παρομοίως … Dictionary of Greek